Μετά από σοβαρές καθυστερήσεις και αβεβαιότητες, η Ελλάδα βρίσκεται σήμερα μπροστά σε νέες συνθήκες που υπό προϋποθέσεις δίνουν νέα προοπτική στην οικονομία, υποστηρίζει ο Γ. Προβόπουλος στην Ενδιάμεση Εκθεση της Τράπεζας της Ελλάδας για την Οικονομία. Απαιτείται όμως συνεπής εφαρμογή όσων θεσμοθετήθηκαν, παράλληλα με μέτρα που επισπεύδουν την ανάκαμψη και ένα ευρύτερο πρόγραμμα διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων.
Εχουν υπάρξει σημαντικά βήματα προόδου
Παρά τις σημαντικές αδυναμίες και τα προβλήματα που επισημαίνονται στην Έκθεση, υπήρξε τα τελευταία χρόνια πρόοδος και μάλιστα ουσιαστική. Η πρόοδος ήταν όμως ασύμμετρη, καθώς η δημοσιονομική προσαρμογή υπήρξε σχετικά ταχύτερη, ενώ οι διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις έχουν καθυστερήσει. Ειδικότερα:
- Η δημοσιονομική προσαρμογή των τελευταίων ετών είχε ως αποτέλεσμα τη μεγάλη μείωση των δημοσιονομικών ελλειμμάτων. Το έλλειμμα της γενικής κυβέρνησης σε εθνικολογιστική βάση μειώθηκε από 15,6% του ΑΕΠ το 2009 σε 9,4% το 2011, ενώ περαιτέρω σημαντική μείωση (στο 6,6% του ΑΕΠ) προβλέπεται για το τρέχον έτος σύμφωνα με τον Προϋπολογισμό.
Ακόμη πιο εντυπωσιακή είναι η μείωση του πρωτογενούς ελλείμματος, το οποίο από 10,5% του ΑΕΠ το 2009 περιορίστηκε σε 2,3% του ΑΕΠ το 2011 και αναμένεται εφέτος να μειωθεί περαιτέρω στο 1,2% του ΑΕΠ σύμφωνα με την εισηγητική έκθεση του προϋπολογισμού.
Εχουν υπάρξει σημαντικά βήματα προόδου
Παρά τις σημαντικές αδυναμίες και τα προβλήματα που επισημαίνονται στην Έκθεση, υπήρξε τα τελευταία χρόνια πρόοδος και μάλιστα ουσιαστική. Η πρόοδος ήταν όμως ασύμμετρη, καθώς η δημοσιονομική προσαρμογή υπήρξε σχετικά ταχύτερη, ενώ οι διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις έχουν καθυστερήσει. Ειδικότερα:
- Η δημοσιονομική προσαρμογή των τελευταίων ετών είχε ως αποτέλεσμα τη μεγάλη μείωση των δημοσιονομικών ελλειμμάτων. Το έλλειμμα της γενικής κυβέρνησης σε εθνικολογιστική βάση μειώθηκε από 15,6% του ΑΕΠ το 2009 σε 9,4% το 2011, ενώ περαιτέρω σημαντική μείωση (στο 6,6% του ΑΕΠ) προβλέπεται για το τρέχον έτος σύμφωνα με τον Προϋπολογισμό.
Ακόμη πιο εντυπωσιακή είναι η μείωση του πρωτογενούς ελλείμματος, το οποίο από 10,5% του ΑΕΠ το 2009 περιορίστηκε σε 2,3% του ΑΕΠ το 2011 και αναμένεται εφέτος να μειωθεί περαιτέρω στο 1,2% του ΑΕΠ σύμφωνα με την εισηγητική έκθεση του προϋπολογισμού.
Η πρόοδος της δημοσιονομικής προσαρμογής θα ήταν ακόμη ταχύτερη εάν η οικονομία δεν βρισκόταν σε βαθιά και παρατεταμένη ύφεση. Ενδεικτικά αναφέρεται ότι, εάν το ονομαστικό ΑΕΠ είχε παραμείνει στα επίπεδα του 2008, ο εκτιμώμενος λόγος του δημόσιου χρέους προς το ΑΕΠ το 2012 θα ήταν χαμηλότερος κατά 30 εκατοστιαίες μονάδες περίπου.
- Την τριετία 2010-2012 εκτιμάται ότι έχει ανακτηθεί ένα μεγάλο μέρος (το 72%) της απώλειας της διεθνούς ανταγωνιστικότητας κόστους της εννεαετίας 2001-2009. Αυτό αποτελεί ήδη μια σημαντική θετική εξέλιξη. Επιπλέον, εντός του 2013 εκτιμάται ότι θα έχει ανακτηθεί το 100% της απώλειας της περιόδου 2001-2009.
Εγιναν πολλά σε σύντομο χρόνο στο τραπεζικό σύστημα
Από την αρχή της κρίσης η Τράπεζα της Ελλάδος θεωρούσε επιβεβλημένη και αναπόφευκτη την εσωτερική αναδιοργάνωση των τραπεζών μέσω της αναπροσαρμογής του επιχειρησιακού τους μοντέλου και τη συνολική ανασύνταξη του τραπεζικού συστήματος μέσω της συνένωσης δυνάμεων.
Είναι ιδιαίτερα θετικό ότι, έστω και με καθυστέρηση, ξεκίνησε η αναγκαία συγκέντρωση του τραπεζικού συστήματος. Σε σύντομο χρονικό διάστημα έγιναν (α) η εφαρμογή μέτρων εξυγίανσης στην ΑΓΡΟΤΙΚΗ ΤΡΑΠΕΖΑ και η μεταβίβαση περιουσιακών της στοιχείων στην Τράπεζα Πειραιώς, (β) οι συμφωνίες εξαγοράς της Γενικής Τράπεζας από την Τράπεζα Πειραιώς και της Εμπορικής Τράπεζας από την Alpha Bank, καθώς και (γ) η πρόταση εξαγοράς της Eurobank από την Εθνική Τράπεζα, η ολοκλήρωση της οποίας θα δημιουργήσει το μεγαλύτερο χρηματοπιστωτικό όμιλο στη Νοτιοανατολική Ευρώπη.
Η ΤτΕ θεωρεί σχεδόν βέβαιο ότι οι συνεργασίες θα έχουν συνέχεια. Η ισχυροποίηση των τραπεζών θα διευκολύνει την πρόσβασή τους στις αγορές του εξωτερικού και θα δώσει κίνητρα στους ιδιώτες επενδυτές να συμμετάσχουν στις επερχόμενες αυξήσεις του μετοχικού κεφαλαίου των τραπεζών.
Στο τέλος της διαδικασίας αυτής, εκτιμάται ότι θα παραμείνουν τρεις μεγάλες και ισχυρές τράπεζες μαζί με ακόμη μερικές μικρότερες.
Εξι προϋποθέσεις για ανάκαμψη Όπως υποστηρίζει η έκθεση της ΤτΕ η ανάκαμψη είναι εφικτή αλλά απαιτείται:
Πρώτον, η άμεση εφαρμογή μέτρων που ευνοούν την επανεκκίνηση της οικονομίας, όπως είναι η επιτάχυνση της απορρόφησης των προγραμμάτων του ΕΣΠΑ, η δημιουργία του Ελληνικού Επενδυτικού Ταμείου, η αξιοποίηση όλων των χρηματοδοτικών εργαλείων της Ευρωπαϊκής Τράπεζας Επενδύσεων και η επανέναρξη της κατασκευής των οδικών αξόνων.
Δεύτερον, η αποκατάσταση ομαλών συνθηκών ρευστότητας. Όπως έχει ήδη αναφερθεί, οι μεγάλες πιέσεις που αντιμετωπίζει το ελληνικό τραπεζικό σύστημα ως προς την ρευστότητα και την κεφαλαιακή επάρκεια περιορίζουν τη δυνατότητά του να χρηματοδοτήσει νέες επιχειρηματικές πρωτοβουλίες και να στηρίξει επιχειρήσεις που, αν και βιώσιμες, έχουν προβλήματα ρευστότητας. Η πρόοδος και η ολοκλήρωση της ανακεφαλαιοποίησης και της αναδιάρθρωσης του τραπεζικού συστήματος θα συντελέσουν στην επιστροφή καταθέσεων και τη βελτίωση των συνθηκών ρευστότητας, ενισχύοντας μεταξύ άλλων και την εξαγωγική δραστηριότητα των επιχειρήσεων και διευκολύνοντας τον αναπροσανατολισμό τους σε νέες αγορές και νέα προϊόντα. Η εξάλειψη της αβεβαιότητας ιδίως όσον αφορά την παραμονή της χώρας στη ζώνη του ευρώ θα συμβάλει και αυτή στην επιστροφή των καταθέσεων που έχουν εκρεύσει από το τραπεζικό σύστημα.
Τρίτον, η άμεση βελτίωση της αποτελεσματικότητας της δημόσιας διοίκησης και απλοποίηση του νομοθετικού και κανονιστικού πλαισίου. Αυτή αποτελεί την κρίσιμη προϋπόθεση για την αποτελεσματική εφαρμογή όλων των άλλων μεταρρυθμίσεων και πολιτικών, για την αναβάθμιση των σχέσεων κράτους-πολιτών και κράτους-επιχειρήσεων και για την εδραίωση ενός αισθήματος ισονομίας.
Τέταρτον, ένα σταθερό φορολογικό καθεστώς και η μείωση της φορολογικής επιβάρυνσης. Σήμερα που σχεδιάζεται η αναμόρφωση του φορολογικού συστήματος, πρωταρχικό μέλημα θα πρέπει να είναι ότι οι ρυθμίσεις που θα αποφασιστούν θα παραμείνουν σταθερές για μεγάλο χρονικό διάστημα. Δεύτερη απαραίτητη προϋπόθεση είναι η απλούστευση του νέου φορολογικού συστήματος και τρίτη, η ευρύτατη χρήση της πληροφορικής.
Το σύστημα που σχεδιάζεται πρέπει να στηρίζεται στη διεύρυνση της φορολογικής βάσης μέσω περιορισμού της φοροδιαφυγής, ούτως ώστε να μπορέσει να περιορίσει την φορολογική επιβάρυνση των ήδη φορολογουμένων, η οποία έχει αυξηθεί υπέρμετρα, και να συμπεριλάβει φορολογικές ρυθμίσεις για την ενθάρρυνση της επιχειρηματικότητας και την επίσπευση της ανάκαμψης.
Πέμπτον, η επιτάχυνση των αποκρατικοποιήσεων. Τα έσοδα από τις αποκρατικοποιήσεις συμβάλλουν απευθείας στη μείωση του χρέους, επιπλέον όμως οι αποκρατικοποιήσεις ενισχύουν την ανάπτυξη και δημιουργούν νέες, βιώσιμες θέσεις εργασίας.
Έκτον, η αποτελεσματική αξιοποίηση των κοινοτικών πόρων. Η σημασία των κοινοτικών πόρων ως εργαλείου οικονομικής ανάπτυξης αποκτά ιδιαίτερη βαρύτητα στην παρούσα περίοδο, καθότι, λόγω των σοβαρών δημοσιονομικών δυσχερειών, έχουν περιοριστεί οι διαθέσιμοι εθνικοί πόροι για την αναπτυξιακή πολιτική της χώρας. Γι’ αυτό θα πρέπει να αρθούν σύντομα τα εμπόδια στην ταχύτερη απορρόφηση και αποτελεσματικότερη αξιοποίηση των πόρων του ΕΣΠΑ. Όσον αφορά την επόμενη προγραμματική περίοδο, οι πόροι που θα διατεθούν για την Ελλάδα θα είναι πιθανότατα μειωμένοι. Πέρα όμως από το ύψος των ενισχύσεων, πρέπει να διαμορφωθεί η βέλτιστη στρατηγική αξιοποίησης των πόρων που τελικά θα της διατεθούν.
Παραμένουν οι κίνδυνοι
Η ΤτΕ σημειώνει πάντως ότι παραμένουν οι κίνδυνοι. Όπως σημειώνεται δυο παράγοντες θα κρίνουν την ικανότητα της ελληνικής οικονομίας να υπερβεί την κρίση: Πρώτον, η εκπόνηση και η συνεπής και ταχεία εφαρμογή μιας εθνικής στρατηγικής, ευρύτερης του Μνημονίου, που θα περιλαμβάνει την ολοκλήρωση της δημοσιονομικής εξυγίανσης, τις αναγκαίες πολιτικές για να επισπευστεί η ανάκαμψη και τις επιβαλλόμενες μεταρρυθμίσεις για να εξασφαλιστούν διατηρήσιμη βελτίωση της ανταγωνιστικότητας και ικανοποιητικοί ρυθμοί ανάπτυξης. Δεύτερον, η απρόσκοπτη συνέχιση της χρηματοδότησης από τους εταίρους-δανειστές.
Και οι δύο παράγοντες υπόκεινται σε ισχυρές αβεβαιότητες, εγχώριες και διεθνείς. Όσον αφορά ειδικότερα τις εγχώριες αβεβαιότητες θα πρέπει να σημειωθούν τα ακόλουθα ενδεχόμενα:
- Αδυναμία της Δημόσιας Διοίκησης να ανταποκριθεί στο πράγματι βαρύ καθήκον εφαρμογής των αλλαγών που αποφασίζονται πολιτικά. Γι’ αυτό αποκτά υψηλή προτεραιότητα η προαναφερθείσα ανάγκη να βελτιωθεί η αποτελεσματικότητα της Δημόσιας Διοίκησης, ώστε αυτή να είναι φιλική προς τους πολίτες και τις επιχειρήσεις.
- Ισχυρές κοινωνικές αντιδράσεις, οι οποίες θα μπορούσαν να κλονίσουν την πολιτική σταθερότητα.
- Υστερήσεις στην επίτευξη των στόχων, οι οποίες θα είχαν αποτέλεσμα να απαιτηθούν πρόσθετα διορθωτικά μέτρα, που όμως δεν θα ήταν εύκολο να αποφασιστούν.
Στους διεθνείς παράγοντες η κύρια αβεβαιότητα αφορά την πορεία της παγκόσμιας οικονομίας, η οποία αν είναι δυσμενής θα επιδεινώσει τις προοπτικές και της ελληνικής οικονομίας. Η δεύτερη αβεβαιότητα συνδέεται με τις θεσμικές αλλαγές που θα αποφασιστούν στη ζώνη του ευρώ. Γι’ αυτό η Ελλάδα πρέπει να είναι ενεργά παρούσα στις διαβουλεύσεις και στις ευρωπαϊκές αποφάσεις.
Οι προβλέψεις για την ύφεση
Στην Ελλάδα, οι μακροοικονομικές εξελίξεις των τελευταίων ετών ήταν ιδιαίτερα δυσμενείς και συνέβαλαν, σε μεγάλο βαθμό, στις αποκλίσεις από τους στόχους του προγράμματος προσαρμογής και στις απαισιόδοξες προβλέψεις για την πορεία του χρέους. Το 2011 κορυφώθηκε η ύφεση με το ρυθμό μείωσης του ΑΕΠ να φθάνει το 7,1%, αφού είχαν προηγηθεί μειώσεις 4,9% το 2010, 3,1% το 2009 και 0,2% το 2008.
Η Τράπεζα της Ελλάδος εκτιμά, με βάση εύλογες υποθέσεις για την πορεία εφαρμογής του προγράμματος, ότι το ΑΕΠ θα μειωθεί με ρυθμό ελαφρά ανώτερο του 6% το 2012 και της τάξεως του 4%-4,5% το 2013, ενώ η ανάκαμψη θα αρχίσει στη διάρκεια του 2014. Επομένως, η σωρευτική μείωση του ΑΕΠ φθάνει το 20% στην πενταετία 2008-2012 και μπορεί να προσεγγίσει το 24% στην εξαετία 2008-2013.
Παράλληλα, η σωρευτική μείωση της συνολικής και της μισθωτής απασχόλησης στην τετραετία 2009-2012 υπερβαίνει το 16% και το 17,5% αντίστοιχα, ενώ το ποσοστό ανεργίας παρουσιάζει εκρηκτική άνοδο: από 7,6% το 2008 στο 17,7% το 2011 και ελαφρά άνω του 23,5% το 2012 (κατά μέσο όρο έτους), ενώ εκτιμάται ότι μπορεί να αυξηθεί περαιτέρω και να υπερβεί το 26% το 2013 και το 2014.
Ύφεση αυτής της έντασης και διάρκειας είναι ιστορικά πρωτοφανής για την ελληνική οικονομία σε καιρό ειρήνης και έχει σημαντικές επιπτώσεις όχι μόνο στα εισοδήματα αλλά και στο παραγωγικό δυναμικό και την κοινωνική συνοχή, καθώς η έλλειψη επενδύσεων και η παρατεταμένη ανεργία συντελούν στην απαξίωση του υλικού και του ανθρώπινου κεφαλαίου. Η ύφεση επηρεάζει αρνητικά τη δημοσιονομική προσαρμογή, μειώνοντας τα δημόσια έσοδα και αυξάνοντας τις κοινωνικές δαπάνες, οδηγεί σε συρρίκνωση της καταθετικής βάσης των τραπεζών και άρα των δυνατοτήτων τους να παρέχουν χρηματοδότηση, ενώ δημιουργεί αρνητικό κλίμα για την αποδοχή διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων από την κοινωνία και τελικά επιβαρύνει το λόγο χρέους/ΑΕΠ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου